-
1 ἐκγλύφω
A scoop out,τὸν χόνδρον Meges
ap.Orib.44.24.1 : [tense] pf. [voice] Pass.ἐξέγλυμμαι Pl.R. 616d
; part.ἐκγεγλυμμένη Gal.18(2).618
.II hatch,τὰ νεόττια Ael.NA2.33
:—[voice] Med.,ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plu.TG17
:—also intr. in [voice] Act., τὰ ᾠὰ διὰ κά (sc. ἡμερῶν)ἐκγλύφει GP. 14.7.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκγλύφω
См. также в других словарях:
ωλενίτης — ὁ, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη, ωλένιος («τὸν ὠλενίτην χόνδρον», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη + επίθημα ίτης (πρβλ. σελιν ίτης)] … Dictionary of Greek